-
1 βραδυ
-
2 βράδυ
1. τό вечер;καλό βράδυ — добрый вечер (приветствие);
τό βράδυ — вечером;
τα βράδια по вечерам;από το πρωί ως το βράδυ — с утра до вечера;
με παίρνει το βράδυ — быть застигнутым темнотой;
2. επίρρ. вечером;ночью; -------как только смеркнется -
3 βραδύ
-
4 βραδύ-
первая часть сложных слов, означ. медлительность, замедленность:βραδύγλωσσος, βραδύνοια -
5 Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος
Плохо с утра, к вечеру ещё хуже• День не задался• Если начало плохое, то и конец худойИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος
-
6 βραδυβαμων
-
7 βραδυγλωσσος
-
8 βραδυνοια
-
9 βραδυπειθης
-
10 βραδυπλοεω
-
11 βραδυπορεω
-
12 βραδυπορος
-
13 βραδυπους
-
14 βραδυσκελης
-
15 βραδυτοκος
-
16 αμμέ
-
17 ασχόλαστος
η, ο1) не закончивший занятия или работу (о человеке); занятый;στίς 9 το βράδυ ήμαστε ακόμη ασχόλαστοι — в 9 часов вечера мы били ещё заняты;
2) в которой ещё не кончилась служба (о церкви); в которой ещё не кончились занятия (о школе) -
18 αύριο(ν)
1. επίρρ, завтра;από αύριο(ν) — с завтрашнего дня;
γιά αύριο(ν) — на завтра;
αύριο(ν) τό πρωΐ (τό βράδυ) — завтра утром (вечером);
σήμερα αύριο(ν) — не сегодня-завтра, на днях;
§ αύριο(ν) τα λέμε — завтра всё может измениться;
με το σήμερα και με το αύριο(ν) ( — откладывая) со дня на день;
(γιά) αύριο(ν) έχει ο θεός — а завтра, что бог даст;
ες ( — или εις) αύριο(ν) τα σπουδαία — или κι' αύριο(ν) μέρα είναι — а) и завтра будет день, отложим до завтра; — б) завтра сделаю (о лентяях);
αύριο(ν) κλαίνε — вы у меня поплачете!;
2. (τό, η) завтрашний день, будущее -
19 αύριο(ν)
1. επίρρ, завтра;από αύριο(ν) — с завтрашнего дня;
γιά αύριο(ν) — на завтра;
αύριο(ν) τό πρωΐ (τό βράδυ) — завтра утром (вечером);
σήμερα αύριο(ν) — не сегодня-завтра, на днях;
§ αύριο(ν) τα λέμε — завтра всё может измениться;
με το σήμερα και με το αύριο(ν) ( — откладывая) со дня на день;
(γιά) αύριο(ν) έχει ο θεός — а завтра, что бог даст;
ες ( — или εις) αύριο(ν) τα σπουδαία — или κι' αύριο(ν) μέρα είναι — а) и завтра будет день, отложим до завтра; — б) завтра сделаю (о лентяях);
αύριο(ν) κλαίνε — вы у меня поплачете!;
2. (τό, η) завтрашний день, будущее -
20 βήμα
το 1) прям., перен. шаг;με ταχύ (σιγανό — или βραδύ) βήμα — быстрым (медленным) шагом;
βήμα σημειωτό — а) шаг на месте, б) перен. топтание на месте;
τα πρώτα βήματα первые шаги;κάνω ένα βήμα προς τα (ε)μπρός (προς τα πίσω) — делать шаг вперёд (назад);
κάνω το αποφασιστικό βήμα — делать решительный шаг;
επιταχύνω το βήμα — прибавить шагу, ускорить шаг;
επιβραδύνω το βήμα — замедлить шаг;
μετρώ πόσα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek
βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)